- θαυματολόγος
- -ο (Α θαυματολόγος, -ον)αυτός που αφηγείται θαύματανεοελλ.τερατολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -λογος < λέγω (πρβλ. γλωσσο-λόγος, τερατο-λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.